φιλοτρόφος

φιλοτρόφος
-ον, Α
αυτός που τού αρέσει να τρέφει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. παντο-τρόφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλότροφος — ον, Α 1. αυτός που τού αρέσει να περιποιείται τους τροφίμους («φιλότροφε χαῑρε Ἑλένη Τιμοκλείδου», επιγρ.) 2. αυτός που τού αρέσει να εκτρέφει ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τροφος (< τρέφω), πρβλ. εὔ τροφος] …   Dictionary of Greek

  • φιλότροφον — φιλότροφος fond of rearing masc/fem acc sg φιλότροφος fond of rearing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτρόφοις — φιλότροφος fond of rearing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτρόφους — φιλότροφος fond of rearing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλότροφοι — φιλότροφος fond of rearing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτρόφιος — ον, Α [φιλότροφος] 1. φιλότροφος* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοτρόφιον αίθουσα συνεστιάσεων …   Dictionary of Greek

  • φιλοτραφής — ές, Α φιλότροφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τραφής (< θ. τραφ τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. τρέφω), πρβλ. εὐ τραφής, μηρο τραφής] …   Dictionary of Greek

  • φιλοτροφία — ἡ, Μ [φιλότροφος] η ιδιότητα τού φιλοτρόφου …   Dictionary of Greek

  • φιλοτροφώ — έω, Α [φιλότροφος] 1. μού αρέσει να εκτρέφω ζώα («φιλοτροφεῑν κύνας», Πλούτ.) 2. παθ. φιλοτροφοῡμαι, έομαι τρέφομαι καλά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”